- ἀρτίπους
- ἀρτίπουςsound of footmasc/fem nom/voc sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρτίπους — ἀρτίπους ( οδος), ο, η (Α) 1. αυτός που είναι υγιής στα πόδια 2. ο ισχυρός ή ο γρήγορος στα πόδια 3. αυτός που έρχεται σε κατάλληλη ώρα … Dictionary of Greek
ἀρτίποδα — ἀρτίπους sound of foot neut nom/voc/acc pl ἀρτίπους sound of foot masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιπόδεσσι — ἀρτίπους sound of foot masc/fem/neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτίποδας — ἀρτίπους sound of foot masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτίποδες — ἀρτίπους sound of foot masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτίποδος — ἀρτίπους sound of foot masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτίπος — ἀρτίπους sound of foot masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτίπουν — ἀρτίπους sound of foot masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργίπους — ἀργίπους ( ποδος), πουν (Α) αυτός που έχει γρήγορα ή λευκά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργι * + πους < πους (πρβλ. αιγίπους, αντίπους, αρτίπους κ.ά.)] … Dictionary of Greek
αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων … Dictionary of Greek